κλειστοφοβία

κλειστοφοβία
Έντονος φόβος που παρουσιάζεται σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με μεγάλο συνωστισμό. Η κ. αποτελεί είδος νεύρωσης. Βλ. λ. νεύρωση.
* * *
η
(ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος ενός ατόμου για τους κλειστούς χώρους, σύμπτωμα που απαντά σε νευρωτικά και σε ψυχωτικά άτομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' συνθετικό της (πρβλ. αγγλ. claustrophobia < claustro- που αποδίδεται με το κλειστο-) + -phobia (πρβλ. -φοβία < -φοβος < φόβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλειστοφοβία — η (ιατρ.), το να φοβάται κανείς όταν βρεθεί σε κλειστό χώρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”